Τοπική εφημερίδα Άνω Πορροΐων

«Απλώς» ή «Απλά»

Πότε χρησιμοποιούνται; Aπλώς – Aπλά. Από εσφαλμένη αντίληψη τής έννοιας τής δημοτικής ή από μια τάση να υπαχθούν τα πάντα σε ανεξαίρετους κανόνες, χρησιμοποιούν μερικοί το επίρρημα απλά αντί τού απλώς.

απλώς – απλά

Από εσφαλμένη αντίληψη τής έννοιας τής δημοτικής ή από μια τάση να υπαχθούν τα πάντα σε ανεξαίρετους κανόνες, χρησιμοποιούν μερικοί το επίρρημα απλά αντί τού απλώς. Ωστόσο, οι δύο τύποι διαφέρουν σημασιολογικά: απλά σημαίνει «με απλό τρόπο, με απλότητα», ενώ απλώς σημαίνει «μόνο». Παράδειγμα: Μίλα απλά, να σε καταλαβαίνουν όλοι – Χρειάζεται απλώς ένα πιστοποιητικό από τη νομαρχία – Απλώς, πρέπει να προσέξεις να διατυπώσεις απλά τις απόψεις σου. ώστε να πειστούν όλοι. Σημασιολογικά διαφέρουν επίσης και άλλα επιρρήματα σε -ως / -α: εκτάκτως – έκτακτα, αδιακρίτως – αδιάκριτα κ.ά. Μπορεί ο γενικός κανόνας να είναι ότι τα επιρρήματα τής Κοινής Ελληνικής (δημοτικής) από επίθετα σε -ος σχηματίζονται σε -α (έξυπνος – έξυπνα, γρήγορος – γρήγορα), αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που για σημασιολογικούς. υφολογικούς ή άλλους λόγους (αποφυγή συσκότισης τού νοήματος), επιβάλλεται να χρησιμοποιούνται και ορισμένοι τύποι επιρρημάτων σε -ως.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής Γλώσσας (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη):

απλώς [aplós] επίρρ. : μόνο αυτό και όχι άλλο: Δεν έχει τίποτα· ~ έφαγε πάρα πολύ και νυστάζει. Mην του δίνεις σημασία· ~ δεν ξέρει τι λέει. Είναι ~ θέμα χρόνου. Εγώ ~ τον κοίταξα. [λόγ. < αρχ. ἁπλῶς `με τρόπο απλό, καθαρά΄ & σημδ. γαλλ. simplement]

Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας (Ακαδημία Αθηνών):

απλά: 1. Με απλό τρόπο: Ζει/ντύνεται/συμπεριφέρεται ~. Γράφει/μιλάει ~ και κατανοητά. 2. (καταχρ.) μόνο: ~ νομίζω ότι… Είμαι όχι ~ ικανοποιημένος, αλλά ενθουσιασμένος.

απλώς: 1. μόνο: Το γεγονός ήταν ~ η αφορμή. ~ πιστεύω ότι… Μην εκνευρίζεσαι, ~ μια ερώτηση έκανα! 2. (ως αντιθετικός σύνδ.) μόνο (που), όμως, αλλά: Δεν είπα ψέματα, ~ δεν είπα την αλήθεια. Θα του μιλούσα, ~ δεν έτυχε να τον συναντήσω.

Πρόκειται για δύο ομόρριζα επιρρήματα, τα οποία έχουν διαφορετικές χρήσεις. Χρησιμοποιούνται λανθασμένα με την ίδια σημασία, λόγω της γενικότερης τάσης για μετατροπή σε -α της κατάληξης των επιρρημάτων που προέρχονται από την καθαρεύουσα και είχαν κατάληξη -ως (π.χ. καλά – καλώς). Απλά σημαίνει «με απλό τρόπο, με απλότητα» (π.χ. μιλάει απλά, χωρίς υπερβολές). Απλώς σημαίνει «μόνο» (π.χ. είπα απλώς την αλήθεια).


Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Γ. Μπαμπινιώτη):

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ